ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΌ ΤΟ Α΄ ΜΕΡΟΣ
.
Η δε Ρωσική Αυτοκρατορία είχε μετατραπεί από το 1917 σε Σοβιετική Ενωση και ακόμη και αν κάποιοι Ρώσοι ήθελαν να βοηθήσουν τους ομοθρήσκους τους του Πόντου, η νέα πολιτική κατάσταση στη χώρα τους δεν τους το επέτρεπε. Δεν θα αναλύσω εδώ τον ρόλο της ηγεσίας της Σοβιετικής Ενωσης και αν συνέπλεε με τους Τούρκους λόγω κοινών συμφερόντων άμυνας έναντι των Δυτικών δυνάμεων, επειδή είναι ένα θέμα που χρειάζεται ένα μακροσκελές άρθρο για να αναλυθεί. Θα υπενθυμίσω όμως ότι η Ρωσία/ΕΣΣΔ μόλις είχε βγει από έναν καταστρεπτικό για εκείνη Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με απώλεια αχανών εκτάσεων στα δυτικά της σύνορα, μία Οκτωβριανή Επανάσταση, έναν φονικό Εμφύλιο πόλεμο και μία επέμβαση ξένων δυνάμεων σε όλα σχεδόν τα σύνορα της με έναν συνολικό απολογισμό όλων αυτών άνω των 10.0000.000 νεκρών, οπότε το τελευταίο που θα σκεπτόταν η ηγεσία της ήταν η τύχη των Ποντίων και των Αρμενίων.
Συμπερασματικά, αν η εξόντωση τουλάχιστον 600.000 Ελλήνων (ή πιθανώς 700.000 μαζί με τους εκτουρκισθέντες), ή έστω αν περιορισθούμε μόνο στους Ποντίους 353.000 (ή πιθανώς 450.000 μαζί με τους εκτουρκισθέντες), δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί γενοκτονία, τότε πως πρέπει να χαρακτηρισθεί; Και αν αυτή η φοβερή εξόντωση δεν είναι γενοκτονία τότε για ποιο λόγο υπάρχει στο επιστημονικό Λεξικό Dictionary of Genocide της έγκυρης Greenwood Press; Πρόκειται για ένα από τα δύο εγκυρότερα έργα παγκοσμίως όσον αφορά τις γενοκτονίες πληθυσμών – το άλλο έργο είναι η γερμανική έκδοση [στα αγγλικά] Statistics of Democide: Genocide and Mass Murder Since 1900 του Γερμανού Rudolph Rummel το οποίο επίσης υπολογίζει τους νεκρούς Ποντίους στα ίδια επίπεδα.
Το περίφημο «κιντζαλ», η μάχαιρα του Καυκάσου η οποία ήταν και το βασικό αγχέμαχο όπλο των σύγχρονων Ποντίων στους οποίους είναι γνωστό ως ‘καρακουλάκ’. Το kinjal ήταν αρχικά όπλο των Οσσετων ή των Κιρκασσίων από τους οποίους διαδόθηκε τόσο προς τα νότια (Γεωργία, Πόντος, ανατολική Μικρά Ασία, Αζέροι κ.α.) όσο και προς τα βόρεια του Καυκάσου (Τάταροι, Κοζάκοι κ.α.)
.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΑΝ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΕΙΧΕ ΕΠΙΒΙΩΣΕΙ ΤΟ 1922….
Το πόσο αρνητική ήταν για τον Ελληνισμό η Ποντιακή Γενοκτονία έχει αναλυθεί πολλές φορές και από πολλές απόψεις. Θα κάνω απλά μία επισήμανση και από τη γεωπολιτική και κυρίως τη δημογραφική άποψη. Είναι γνωστό ότι το απώτερο σχέδιο των Ποντίων ήταν η δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους του Πόντου στην περιοχή τους. Για την ακρίβεια, η Αυτόνομη Ελληνική Δημοκρατία του Πόντου ήταν μία πραγματικότητα το 1917-1922. Το ζήτημα του αν ο Πόντος έπρεπε να συνιστά μία ομοσπονδία με τη Δημοκρατία της Αρμενίας ήταν ένα άλλο πρόβλημα της εποχής, με το οποίο άλλοι συμφωνούσαν και άλλοι διαφωνούσαν (είμαι από εκείνους που θα συμφωνούσαν με μία τέτοια προοπτική ….αν είχα γεννηθεί περί το 1890). Πιστεύω ότι σε περίπτωση που ο Πόντος και η Αρμενία επιβίωναν ως κράτη μετά το 1922 ενωμένα σε μία Ελληνο-Αρμενική Ομοσπονδία, αυτό θα γινόταν ειδικά για να αντιμετωπιστεί η τουρκική πίεση. Όταν αυτή θα χαλάρωνε, κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν τα σύνορα είχαν πλέον σταθεροποιηθεί και τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει, ο Πόντος και η Αρμενία θα ακολουθούσαν ανεξάρτητη πορεία, όπως συνέβη πχ με την Τσεχία και τη Σλοβακία πριν από μία εικοσιπενταετία περίπου ή πιο πρόσφατα με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.
Το σημαντικό θα ήταν η παρουσία ενός ακόμη Ελληνικού Κράτους στα βορειοανατολικά της Τουρκίας, το οποίο σε συνδυασμό με την ύπαρξη της Ελληνικής Δημοκρατίας της Κύπρου στα νοτιοανατολικά της και με την ύπαρξη μιας εκτεταμένης ισχυρής Αρμενίας στα ανατολικά της, θα είχε φέρει τη μειωμένη εδαφικά και πληθυσμιακά Τουρκία σε δύσκολη θέση. Μόνο η προβλεπόμενη Αρμενία του 1920 (Συνθήκη Σεβρών) είχε έκταση χωρίς τον Πόντο η οποία αντιστοιχεί σήμερα σε έναν πληθυσμό τουλάχιστον οκτώ εκατομμυρίων ψυχών μαζί με τη σύγχρονη Αρμενική Δημοκρατία (την πρώην Σοβιετική). Οι Νεότουρκοι διείδαν αυτήν τη απειλητική κατάσταση για τη νέα Τουρκία την οποία ονειρεύονταν, και προέβησαν στο έγκλημα τους σε βάρος των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων.
Οι σημερινές τουρκικές επαρχίες οι οποίες θα αποτελούσαν τη Δημοκρατία του Πόντου, δηλαδή οι επαρχίες Ορντού (Κοτυώρων), Γκιρεσούν, Γιουμούσχανέ, Σινώπης, Σαμψούντος, Αμάσειας, Τοκάτ (Ευδοκιάδος), Τραπεζούντος και Ριζούντος έχουν περίπου 4.650.000 κατοίκους. Η υποθετική Δημοκρατία του Πόντου με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα θα μπορούσε να έχει σήμερα αυτόν τον πληθυσμό ή έστω λίγο μικρότερο (περί τα 4.000.000), λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία.
Οι Πόντιοι της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας αριθμούν σχεδόν 1.000.000 (με πολύ πυκνή παρουσία στις Μακεδονία, Θράκη και Αθήνα-Αττική) ενώ υπάρχουν ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες ποντιακής καταγωγής Ελληνες στον υπόλοιπο κόσμο, μαζί με εκείνους που έχουν αφομοιωθεί λησμονώντας την καταγωγή τους, πχ Ρώσους ή Αμερικανούς πολίτες: υπόψιν ότι οι διάφορες εγκυκλοπαίδειες υπολογίζουν μόνο τον αριθμό όσων σήμερα διατηρούν την παράδοση της καταγωγής τους από πατρίδες διαφορετικές από τη χώρα στην οποία ζουν σήμερα, οι οποίοι σχεδόν πάντα είναι αρκετά λιγότεροι από τον πραγματικό αριθμό. Μία δική μου εκτίμηση για τον αριθμό των Ποντίων Ελλήνων εκτός του Ελλαδικού κράτους είναι πάνω ή πολύ πάνω από 500.000, με μεγάλη παρουσία στις Ρωσία, ΗΠΑ, Καζακστάν, Ουκρανία, Καναδά, Αυστραλία, Γερμανία, Κύπρο κ.α. Μόνο στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ κατοικούν σήμερα πάνω από 200.000 πολίτες ποντιακής καταγωγής – ένας πληθυσμός αρκετά πιο μειωμένος συγκριτικά με εκείνον του 1990 επειδή πολλοί έχουν ήδη επαναπατριστεί. Οι συγκεκριμένοι Πόντιοι δεν κατάγονται σε σημαντικό ποσοστό από πρόσφυγες των χρόνων περί το 1919, αλλά κυρίως από φυγάδες λόγω της τουρκικής βαρβαρότητας πριν το 1914 και από πολιτικούς φυγάδες από την Ελλάδα από το 1943 κ.ε.
Υπάρχουν επίσης πολλές δεκάδες χιλιάδες «Τούρκοι» μουσουλμάνοι ελληνοποντιακής καταγωγής οι οποίοι και σήμερα συνεχίζουν να ζουν στον Πόντο και η ύπαρξη τους αναδεικνύεται ακόμη και από μερικά τουρκικά ΜΜΕ, τουλάχιστον όσο αυτά μπορούσαν να κάνουν τέτοιες αναφορές (όχι πλέον στις ημέρες μας). Στην πραγματικότητα οι «Τούρκοι» μουσουλμάνοι ελληνοποντιακής καταγωγής προέρχονται από διαρκείς εξισλαμισμούς Ποντίων ήδη από το 1461, ένα διάστημα πέντε αιώνων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ρ.Τ. Ερντογάν κατάγεται από τον Ριζούντα του Πόντου.
Και φυσικά πρέπει να προσθέσουμε στον συνολικό πληθυσμό των Ποντίων που θα κατοικούσαν σήμερα στην υποθετική Δημοκρατία του Πόντου, τους 353.000 σφαγιασθέντες Ποντίους του 1915-22 οι οποίοι σήμερα με τη φυσική αύξηση θα έδιναν τουλάχιστον τον διπλάσιο αυτού του αριθμού πληθυσμό, μάλλον και περισσότερο.
Στον πληθυσμό του ανεξάρτητου Πόντου θα προστίθεντο και οι Ελληνες της Καππαδοκίας και Κιλικίας οι οποίοι θα εγκαθίσταντο εκεί αφού οι πατρίδες τους δεν μπορούσαν να γίνουν ποτέ ανεξάρτητες καθώς ήταν ολιγάριθμοι και ανάμεσα σε πυκνούς τουρκικούς και κουρδικούς πληθυσμούς. Ο αριθμός τους το 1919 εκτιμάτο σε 70.000 αλλά είχαν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες.
Επίσης εκτός από τους Ελληνες που ήταν ο βασικός πληθυσμός, ο Πόντος είχε ανέκαθεν μεγάλες μειονότητες Αρμενίων, Λαζών χριστιανών (κυρίως στα ανατολικά) και Εβραίων, οι οποίοι θα συμπλήρωναν και σήμερα τον υποθετικό πληθυσμό του Ποντιακού κράτους (οι μουσουλμάνοι θα ήταν κυρίως γειτονικοί Κούρδοι και Ατζάροι και προφανώς όχι άνω του 10 % του συνόλου).
Είναι προφανές ότι αν οι Πόντιοι δεν εκδιώκονταν από την πατρίδα τους, δεν σφαγιάζονταν και δεν εκτουρκίζονταν, θα μπορούσαν να «γεμίσουν» πληθυσμιακά τις προαναφερόμενες τουρκικές επαρχίες συμβιώνοντας με όσους μουσουλμάνους συμπολίτες τους επέλεγαν να παραμείνουν, αν αυτό τους επιτρεπόταν από τις διεθνείς συνθήκες. Και όταν αναφέρομαι στους τελευταίους, δεν εννοώ τους Τούρκους, Κούρδους, Ατζαρους, Κιρκάσσιους και Τάταρους εποίκους οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στον Πόντο μετά το 1922 προκειμένου να εποικήσουν τις περιοχές που εκκένωσαν οι επιζώντες Πόντιοι.
Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε την πίεση που θα ασκείτο στην Τουρκία από ένα ακόμη ελληνικό κράτος άνω των τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων στα βορειοανατολικά της (εκτεινόμενο από τη Σινώπη έως την Αθήνα του Πόντου) και από μία Αρμενία οκτώ εκατομμυρίων κατοίκων στα ανατολικά της.
Αυτή η εκτεταμένη επισήμανση/παράρτημα δεν αφορά βέβαια την Ιστορία η οποία δεν γράφεται με υποθέσεις, αλλά τη Γεωπολιτική η οποία λειτουργεί με υποθέσεις.
.
.