[απενεργοποιώ αναγκαστικά τα σχόλια, για να αποφύγω χαρακτηρισμούς από τους σχολιάζοντες].

Black_Sea(Source: Wikimedia commons)

.

Όπως έχω ξαναγράψει, μερικές φορές η επικαιρότητα δεν μας επιτρέπει να παραβλέπουμε κάποια θέματα μη σχολιάζοντας τα, ειδικά αν αυτά είναι «ενοχλητικά». Και όπως είχα καυτηριάσει τη δήλωση του υπουργού Παιδείας για τη Γενοκτονία των Ποντίων, νοιώθω την ανάγκη να κάνω το ίδιο και για τον πρόσφατο αρνητικό χαρακτηρισμό του πολύ σημαντικού Ελληνα επιχειρηματία Ιβάν Σαββίδη ως «Ρωσοπόντιου» από τον επίσης σημαντικό πολιτικό Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Και για την επισήμανση του στο επίμαχο άρθρο του «ο Ρωσοπόντιος εξολοθρευτής» ότι ο Ιβάν Σαββίδης έκανε δηλώσεις στα ρωσικά αν κατάλαβα καλά, ή ίσως στην τοπική ρωσική διάλεκτο του Ροστώβ επί του Ντον; (δεν άκουσα τις συγκεκριμένες δηλώσεις και γενικά δεν έχω ακούσει ποτέ τον Σαββίδη να μιλά). Και λοιπόν; Από πότε η μητρική γλώσσα είναι αποκλειστικό κριτήριο εθνικότητας; (αν ο ποιητής ήθελε να πει αυτό). Ή είναι κάτι αρνητικό να μιλάει κάποιος με τη νοτιορωσική διάλεκτο του Ροστώβ, και όχι με την κεντρορωσική της Μόσχας ή με τη βαλτική ρωσική της Αγίας Πετρούπολης;
Όπως το συνηθίζω, περίμενα μερικές ημέρες για να ηρεμήσουν τα πνεύματα, προτού σχολιάσω το θέμα.
Εχω εκφράσει την εκτίμηση μου στον Ανδρέα Ανδριανόπουλο ως πολιτικό και επιστήμονα, όμως το εν λόγω άρθρο του με κάνει σκεπτικιστή ως προς αυτό. Αλλά θέλω να το βλέπω ως μια παροδική αρνητική παρένθεση στην όλη πορεία του.


Δεν με αφορούν τα καθαυτό ποδοσφαιρικά ζητήματα, με τα οποία δεν ασχολούμαι καθόλου εδώ και δεκαετίες. Με απασχολεί όμως η χρήση «ενοχλητικών» εθνικά όρων, χαρακτηρισμών και υπαινιγμών σε ένα άρθρο που υποτίθεται ότι αφορά τον αθλητισμό.
Με λυπεί βαθιά το γεγονός ότι τέτοια γραπτά όχι μόνο προσβάλουν τον Ποντιακό Ελληνισμό της Ρωσίας, αλλά και «αναφλέγουν» μια παλαιά αντίθεση στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Τυχαίνει να είμαι πελοποννησιακής καταγωγής όπως ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος και έχω πληροφορηθεί από τα ‘διαβάσματα’ μου για την προπολεμική και ολίγον μεταπολεμική αντίθεση και ενίοτε αντιπαράθεση των «ντόπιων» κατοίκων του Πειραιά – στην πραγματικότητα κυρίως Πελοποννησίων και νησιωτών εποίκων που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την Ανεξαρτησία, οι οποίοι ήταν οι αρχικοί οπαδοί του Ολυμπιακού – με τους νεοφερμένους Ελληνες πρόσφυγες από τη δυτική Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη. Πέρασαν δεκαετίες έως ότου οι προσφυγικοί πληθυσμοί του Πειραιά αγκαλιάσουν τον Ολυμπιακό. Δεν χρειαζόμαστε τέτοια άρθρα τα οποία αναφλέγουν παλαιές αντιπάθειες.
Επίσης θεωρώ λάθος την ανάμειξη του ονόματος του Ολυμπιακού στη διαμάχη γύρω από το κείμενο του Α. Ανδριανόπουλου για τον Ιβάν Σαββίδη – παρότι υπέπεσα κι εγώ στο ίδιο σφάλμα στην προηγούμενη παράγραφο, αλλά αναγκαστικά προκειμένου να επισημάνω έναν κίνδυνο. Δεν θα μπω στις βαθύτερες αιτίες αυτής της ανάμειξης οι οποίες θεωρείται ότι σχετίζονται με «κατευθυνόμενες ενέργειες, συμφέροντα κτλ κτλ» αδιάφορα. Ούτε υπήρξα ποτέ οπαδός του Ολυμπιακού (ή του ΠΑΟΚ): οι φίλοι και γνωστοί γνωρίζουν ότι είμαι φίλος ενός συλλόγου του Κων/πολιτικου Ελληνισμού με έδρα την Αθήνα. Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος εκπροσωπεί μία οικογένεια που είναι εν πολλοίς ταυτισμένη με την πορεία, την ανάπτυξη και τη γιγάντωση του Ολυμπιακού, αλλά ο πρώτος δεν είναι και η προσωποποίηση του συλλόγου.
Για την ελληνικότητα του Ιβάν Σαββίδη, τι να γράψω; Ντρέπομαι και μόνο που το αναφέρω, αλλά οι υπαινιγμοί σε βάρος του προερχόμενοι από διάφορες κατευθύνσεις, με αναγκάζουν. Στο διαδίκτυο υπάρχουν αρκετά για την καταγωγή και την πορεία του, και δεν υπάρχει λόγος να τα επαναλάβω εδώ. Το μόνο που θα προσθέσω είναι ότι το 1990-91 κατά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης υπήρχε μεγάλη ελληνοποντιακή κοινότητα στη Γεωργία (από όπου κατάγεται ο Σαββίδης, με απώτερη καταγωγή από τη Σάντα του Πόντου) η οποία αριθμούσε αρκετές δεκάδες χιλιάδες και η οποία σήμερα έχει ελαχιστοποιηθεί ή και εκμηδενιστεί λόγω του επαναπατρισμού στην Ελλάδα ή της μετακίνησης στη Ρωσία και την Ουκρανία λόγω του αιματηρού εμφυλίου πολέμου στη Γεωργία και των επακόλουθων παραμεθόριων συρράξεων (Ατζαρία, Αμπχαζία, Οσσετία κ.α.). Οι Γεωργιανοί συνήθως ταύτιζαν πολιτικά τους Ελληνες Ποντίους με τους Ρώσους εποίκους στη χώρα τους (όπως και τους Βούλγαρους, Εβραίους κ.α.) και όταν το αντι-ρωσικό μένος τους εκδηλώθηκε με την ανεξαρτησία της χώρας τους, οι συνέπειες του έβλαψαν και την ελληνική μειονότητα της. Οι Ελληνες της Γεωργίας έπρεπε να ακολουθήσουν τον δρόμο της φυγής μαζί με πολλούς Ρώσους μειονοτικούς όπως συνέβη και στις περισσότερες άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (εκτός των Καζακστάν, Λευκορωσίας, Ουκρανίας και Αρμενίας). Ο ακριβής πληθυσμός της ελληνοποντιακής κοινότητας της Γεωργίας δεν μπορεί να υπολογιστεί επειδή φαίνεται πως αρκετοί Ελληνες δηλώνονταν ως «Ρώσοι» ή «Γεωργιανοί» για ευνόητους λόγους.
Σχετικά με τον απαράδεκτο όρο «Ρωσοπόντιοι», είχα παρατηρήσει με ικανοποίηση ότι έτεινε να λησμονηθεί μετά από 25 χρόνια παρουσίας των Ποντίων επαναπατριζόμενων από την ΕΣΣΔ στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς φαίνεται ότι επανέρχεται για να μειώσει κάποιες σημαντικές προσωπικότητες, αν και δεν το καταφέρνει καθόλου.
Αν κατάλαβα καλά, ο Ιβάν Σαββίδης δεν μιλά ελλαδικά ελληνικά και αυτό φαίνεται να παρουσιάζεται από διάφορους ως «κριτήριο εθνικότητας» (αλλά ο Σαββίδης σίγουρα μιλά ποντιακά ελληνικά, δηλαδή αρχαία ιωνικά και βυζαντινά ελληνικά). Θα αναφέρω μόνο την περίπτωση των Καραμανλήδων Ελλήνων της Καππαδοκίας, πολλοί από τους οποίους μιλούσαν μόνο την τουρκική γλώσσα έως το 1923 που εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους για να καταφύγουν στην Ελλάδα (όπου υιοθέτησαν τη νέα ελληνική, μαζί με τους Καραμανλήδες που μιλούσαν την καραμανλήδικη ελληνική διάλεκτο τους). Αλλά είναι γνωστό ότι πρόκειται για έναν από τους πιο φλογερούς και πείσμονες ως προς την εθνική συνείδηση ελληνικούς πληθυσμούς. Και μόνο το γεγονός ότι διατήρησαν πεισματικά επί επτά αιώνες τον ελληνικό χαρακτήρα τους και τη χριστιανική πίστη τους εν μέσω πολλαπλασίων τουρκικών και κουρδικών πληθυσμών, είναι αρκετό. Η γλώσσα σε καμμία περίπτωση δεν είναι κριτήριο εθνικότητας.
Και για να μη μακρηγορώ, σε εμένα αρκεί και μόνο το γεγονός ότι στη Ρωσική Ομοσπονδία ο Σαββίδης είναι πασίγνωστος ως «ο Ελληνας».
Θεωρώ ότι η παρουσία του Ιβάν Σαββίδη στην Ελλάδα είναι μία σημαντική τονωτική ένεση για την ταλαιπωρημένη οικονομία μας, ειδικά τώρα που η προσέλκυση επενδύσεων είναι πιο επιτακτική από ποτέ – περισσότερο για τη Μακεδονία η οποία έχει πληγεί ακόμη περισσότερο από την οικονομική κρίση. Και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους εκτιμούσα και εκτιμώ τον Α. Ανδριανόπουλο είναι η επιμονή του στην ανάγκη προσέλκυσης επενδυτών στην Ελλάδα.

Αλλά ακόμη και αν δεν υπήρχε ο οικονομικός παράγοντας, θεωρώ τιμή την παρουσία στην μητροπολιτική χώρα ενός Ελληνα της διασποράς ο οποίος έχει ανδρωθεί και έχει κατορθώσει τόσα πολλά σε ένα όχι και ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον παρά τους πατροπαράδοτους δεσμούς  Ελληνων και Ρώσων. Οι Ελληνες ήταν συνήθως ευπρόσδεκτοι στη Ρωσία, αλλά η αναρρίχηση ενός κατά κανόνα «ξένου» στα υψηλότερα κοινωνικοοικονομικά επίπεδα της μεγάλης χώρας οπωσδήποτε ξενίζει τους εντόπιους. Προφανώς ο Σαββίδης ένοιωσε αρκετες φορές ξένος στη Γεωργία και στη Ρωσία: δεν χρειάζεται να τον κάνουμε να νοιώθει έτσι και στην ίδια την πατρίδα του.
Επισημαίνω και τον πολύ σημαντικό γεωπολιτικό παράγοντα: η παρουσία του Σαββίδη στην Ελλάδα και οι σχέσεις του με τη Ρωσική ηγεσία, συσφίγγουν περαιτέρω τις σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας με τα γνωστά γεωπολιτικά οφέλη. Οι στενές σχέσεις μας με τη Ρωσία είναι επιβεβλημένες λόγω της γενικής αστάθειας στα ανατολικά και στα δυτικά μας: εννοώ τις επικίνδυνες καταστάσεις που διαμορφώνονται στη γειτονική Τουρκία, το γνωστό διαρκές εκρηκτικό κλίμα στη Μέση Ανατολή, αλλά και τα προβλήματα της ΕΕ τα οποία μεγαλώνουν με την πολιτικο-οικονομική αστάθεια της, τη διαχείριση του προβλήματος των προσφύγων και την απειλή των τζιχαντιστών.
Στη Ρωσία, ο Ιβάν Σαββίδης έχει πληρώσει αρκετές φορές το γεγονός ότι ποτέ δεν απέκρυψε την ελληνική καταγωγή και καταβολές του. Του οφείλουμε την  εκτίμηση και τον σεβασμό μας και μόνο λόγω αυτής της επιλογής του.