Γράφει ο Περικλής Δημ. Λιβάς
βασισμένο στο δοκίμιο του
Kelley L. Ross, Ph.D.
The Foundations of Value, Part I
Logical Issues: Justification (quid facti),
First Principles, and Socratic Method
after Plato, Aristotle, Hume, Kant, Fries, & Nelson
________________________________________
Μέρος πρώτο
Θέματα Λογικής : Αιτιολόγηση
Πρώτες Αρχές και Σωκρατική μέθοδος
“Γνωρίζουμε κάτι, μόνο όταν συλλάβουμε το γιατί του”
Αριστοτέλης – Φυσικά 194b19
Ανέκαθεν θαύμαζα τους εμβριθείς διαλόγους που περιλαμβάνει η αρχαία Ελληνική γραμματεία στα φιλοσοφικά έργα. Όχι τόσο για την πρωτοτυπία των θεμάτων τους αλλά για την μέθοδο με την οποία οι συνομιλητές συντόνιζαν την νοητική και εκφραστική τους ικανότητα όπως οι μουσικοί χορδίζουν τα όργανά τους πριν την παράσταση, ώστε να μπορούν να συζητήσουν αντιλαμβανόμενοι τα ίδια νοήματα με απλές, διόλου απλοϊκές φράσεις, οι οποίες έπαιζαν τον ρόλο του διαπασών.
Αν ήθελε κάποιος να υποστηρίξει μια άποψη, ιδέα ή σκέψη, όφειλε να παρουσιάσει στο ακροατήριο και τους λόγους βάσει των οποίων είχε οδηγηθεί σε αυτήν και ο συλλογισμός έμοιαζε κάπως έτσι : ” πιστεύω την πρόταση Α λόγω του αιτίου Β ” ή ” λόγω του αιτίου Β συμπεραίνω την πρόταση Α ” .
Η μέθοδος αυτή δεν ήταν άλλη από την Λογική την οποία εισήγαγε ο Αριστοτέλης ως ένα σύνολο κανόνων με βάση το οποίο σκεφτόμαστε, συννενοούμαστε και επιχειρηματολογούμε. Βέβαια το σύστημα αυτό έχει ως προαπαιτούμενο την σωστή χρήση της γλώσσας ή οποία αντανακλά την λειτουργία της σκέψης και κατά συνέπεια την αντικειμενική αντίληψη της πραγματικότητας. Η σχέση γλώσσας – πραγματικότητας ήταν ύψιστης σημασίας για τον Αριστοτέλη και μπορούμε να πούμε ότι η αρχαία Ελληνική γλώσσα τον συνηγορούσε καθώς πέρα από το ότι απετέλεσε την μήτρα πολλών άλλων, ήταν και είναι μοναδική σε τομείς όπως μεταξύ άλλων η ακριβολογία, η κυριολεξία το λεξιλόγιο και η λεξοπλασία.
Ο Αριστοτέλης παρατήρησε δύο κρίσιμα σημεία σχετικά με την ακολουθία των αιτιάσεων της Λογικής. Πρώτα πρέπει να μπορούμε να αποδείξουμε το πως η Α δικαιολογεί την Β και η Γ την Α. Λογική είναι μόνο η περιγραφή του πως η Γ υπονοεί τις Α και Β ή ότι οι Α και Β είναι λογικές συνέπειες της Γ. Η Λογική μπορεί να αποδείξει τις Α και Β με βάση την Γ αλλά δεν μπορεί να αποδείξει την Γ χωρίς περαιτέρω αιτιάσεις π.χ. τις προτάσεις Δ, Ε, ή Ζ.
Η Λογική από μόνη της αρκεί να διασφαλίσει μόνο την αλήθεια των συμπερασμάτων της εφόσον οι προυποθέσεις είναι επίσης ορθές. Έτσι παραμένει η άβολη αλλά αναμφισβήτητη αλήθεια γι’ αυτήν, ότι μπορεί κάποιος να είναι απόλυτα λογικός αλλά έχοντας λανθασμένες προϋποθέσεις, να μην λέει ποτέ κάτι αληθινό.
Αν συνεχίσουμε να δίνουμε αιτίες στις αιτίες, τότε μιλάμε για οπισθοδρόμηση των αιτίων. Το ότι αυτή η οπισθοδρόμηση δεν μπορεί να συνεχίζεται στο άπειρο, είναι το δεύτερο σημείο για τον Αριστοτέλη κι αυτό διότι αν δεν υπάρχει τέλος στις αιτιάσεις μας τότε τίποτε δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί.
Απλά θα κουραστούμε από τις πολλές αιτιάσεις, ενώ δεν θα μπορούμε να διασφαλίσουμε τίποτε πέραν του σημείου εκκίνησης. Ο Αριστοτέλης συνειδητοποίησε ότι αν δεν πρόκειται για ατέρμονη διαδικασία, τότε θα πρέπει να υπάρχουν προτάσεις που δεν χρειάζεται να για οποιονδήποτε λόγο, να αποδειχθούν.
Αυτές τις προτάσεις αποκάλεσε πρώτες αρχές (archai, principia) για κάθε συλλογισμό. Καθώς η λέξη αρχή ενέχει την σημασία της πρώτης, η έκφραση ” πρώτες αρχές ” μοιάζει με περιττή έκφραση. Αυτό συνέβη επειδή ως ”αρχή ” έκλαμβάνεται ο κανόνας και ίσως ένας πολύ βασικός κανόνας, αλλά όχι κατ’ ανάγκη μια πρώτη αρχή για τον συλλογισμό της λογικής. (μια τέτοια μετατόπιση του νοήματος είχε ήδη συμβεί κατά τον Λατινικό Μεσαίωνα, όπου η έννοια της λέξης principia επεκτάθηκε σε principia prima)
Πως θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε την ορθότητα των πρώτων αρχών, να τις επαληθεύσουμε ή να τις αιτιολογήσουμε, εφόσον δεν μπορούν να αποδειχθούν ;
Η σύγχρονη ορολογία τις προσδιορίζει ως ” μη συμπερασματικά αιτιολογημένες ” και αυτό είναι το πρόβλημα των πρώτων αρχών.
Ο Αριστοτέλης αποφάνθηκε ότι είναι αυταπόδεικτες, το οποίο σημαίνει ότι μπορούμε να γνωρίζουμε ενστικτωδώς την αλήθεια τους απλά κατανοώντας τις. Αυτό ήταν ευρέως αποδεκτό για πολλούς αιώνες, ειδικά δεδομένου ότι φαίνοταν να ταιριάζει απόλυτα με το καλύτερο παράδειγμα ενός συμπερασματικού συστήματος το οποίο βασίζεται σε πρώτες αρχές, την γεωμετρία, όπου όλα τα θεωρήματα τελικά προέρχονται από ένα μικρό σύνολο αξιωμάτων.
Ωστόσο σε άλλα συστήματα οι αυταπόδεικτες πρώτες αρχές δεν έμοιαζαν να συνεργάζονται πολύ καλά. Οι Χιούμ και Καντ αξίωσαν ότι οι περισσότερες πρώτες αρχές δεν είναι αυταπόδεικτες. Κατά τον Χιούμ αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούμε πραγματικά να γνωρίζουμε αν είναι αληθείς αν και υποθέτουμε ότι είναι. Ο Καντ θεωρούσε ότι θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε αν είναι αληθείς ακόμα και όταν είναι αναπόδεικτες αλλά δεν είναι αυταπόδεικτες.
Ο Καντ υποστήριζε ότι τέτοιες προτάσεις ήταν ” σύνθετες εκ των προτέρων ” (συμπερασματικά, a priori). Με τον όρο σύνθετες εννοούσε ότι μπορούν να διαψευστούν χωρίς αντίφαση δηλαδή δεν αυτοαναιρούνται ούτε είναι ανακόλουθες με κάτι το αληθινό. Αυτό αποκαλείται ”αξιωματική ανεξαρτησία”. Ο όρος ”a priori” σημαίνει ότι η αλήθεια τους είναι γνωστή ανεξαρτήτως εμπειριών.
Μολονότι δεν υπάρχει ευρεία συμφωνία για το αν ο Καντ έδωσε επαρκείς εξηγήσεις, ο Leonard Nelson (1882-1927) μετά από πρόταση στον Καντ, θεώρησε αργότερα, ότι στην πραγματικότητα εμπλέκονταν δύο ερωτήματα : α) η πραγματική δικαιολογία, αυτό που ο Καντ ονομάζει quid juris, (ποια αρχή θα επικαλεστώ), το οποίο μπορούμε να αφήσουμε προς το παρόν και β) το ερώτημα για το αν οι πρώτες αρχές υπάρχουν απλά κάπου ( αν τις χρησιμοποιήσουμε – κάτι που δεν απέρριψε ποτέ ο Χιούμ ) και ονομάστηκε ” η σημασία του γεγονότος ” (quid facti, matter of fact), από τον Καντ.
Ο Nelson αντελήφθει ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια θεωρία για την Γνώση, όπως αυτή του Πλάτωνα. Στην πρόσφατη φιλοσοφία, οι μηδενιστές (πιο ευγενικά ”αγνωστικιστές”) όπως ο Richard Rorty λύνουν το πρόβλημα των πρώτων αρχών, λέγοντας ότι απλά έχουν κουραστεί από τις αιτιολογήσεις. Κατά κάποιο τρόπο αυτό είναι αλήθεια και επιπλέον εμείς απλά έχουμε ξεμείνει από ιδέες (μάλλον γρήγορα), αλλά αυτό δεν λύνει κανένα από τα λογικά ή επιστημολογικά θέματα της αιτιολόγησης.
Ο Αριστοτέλης ήλπιζε ότι οι πρώτες αιτίες θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν επαγωγικά. Ένα επαγωγικό συμπέρασμα είναι η γενίκευση που προκύπτει από την καταμέτρηση μεμονωμένων αντικειμένων ή γεγονότων.
Το πρόβλημα της επαγωγής είναι η αναγνώριση ότι δεν μπορούμε ποτέ να γνωρίζουμε πόσα μεμονωμένα αντικείμενα ή γεγονότα χρειάζεται να καταμετρήσουμε προκειμένου να είμαστε δικαιολογημένοι στις γενικεύσεις μας
Ο Francis Bacon πίστευε ότι η εμπειρική επιστήμη χρησιμοποιούσε την επαγωγή και αυτή η πίστη επηρέασε τους πάντες μέχρι σήμερα σχετικά με την θεώρηση της επιστήμης. Αλλά ο Bacon δεν μπορούσε να απαντήσει στην ένσταση ότι η επαγωγή δεν αποδεικνύει ποτέ τίποτα. Όπως άλλωστε και κανείς άλλος μέχρις ότου ο Hume να ”στρίψει το μαχαίρι στην πληγή”.
Με την Λογική της Επιστημονικής Ανακάλυψης ο Karl Popper έλυσε τον γρίφο της επαγωγής και την επαλήθευση των πρώτων αρχών απλώς απορρίπτοντάς τα. Η επαγωγή ποτέ δεν είχε αποδείξει κάτι.
Ακόμη και ο Αριστοτέλης το είχε κατανοήσει, αλλά τελικά με τον Hume το θέμα έκλεισε παρόλο που ακόμη και οι σύγχρονοι υποστηρικτές του δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν το αποτέλεσμα.
Το πρόβλημα του Αριστοτέλη με την επαλήθευση των πρώτων αιτίων ελύθει από τον Popper με την παρατήρηση ότι τα επαγωγικά επιχειρήματα είτε επιβεβαιώνουν επιβεβαιούμενα (ponendo ponens) ή ακολουθούν την μέθοδο της επιβεβαίωσης, (modus ponens) : αν η Α συνεπάγεται την Β και η Α είναι αληθής τότε η Β είναι αληθής.
Αυτό διατήρησε την αυταπάτη της επαλήθευσης, δεδομένου ότι το μόνο που έχουμε να κάνουμε για να εξασφαλίσουμε τα πράγματα είναι να αξιολογήσουμε την Α. Αλλά ένα επαγωγικό επιχείρημα μπορεί επίσης να “αρνείται αρνούμενο” (tollens tollendo) , ή να ακολουθεί την ”μέθοδο της διάψευσης” (modus tollens) : αν η Α συνεπάγεται την Β και η Β δεν είναι αληθής, τότε η Α δεν είναι αληθής. Αυτό σημαίνει ότι οι αρχές μπορούν να απορριφθούν, ακόμη και αν δεν μπορούν να επαληθευτούν. Αν δεν μπορούμε να αιτιολογήσουμε με κάποιο τρόπο την Α, θα μπορούσαμε απλά να είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ότι η Β είναι λαθασμένη, ειδικά όταν η Α είναι μια γενική δήλωση και η Β εφαρμογή της σε κάποιο άτομο.
Ο Popper λέει ότι αυτό είναι μια μορφή καντιανισμού, και στην πραγματικότητα είναι μάλλον σαν αυτό που αναφέρει ο Immanuel Kant στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, με τον τίτλο ” Η ρυθμιστική χρήση των ιδεών του καθαρού λόγου “. Ο Popper αναφέρει, επίσης, ότι είναι συμβατή με την παραλλαγή του καντιανισμού από τον Fries, αφού οι Jakob Fries (1773-1843) και Nelson, επιστρέφοντας στην εξέταση του αρχικού προβλήματος κατά τον Αριστοτέλη, υποστήριξαν αποφασιστικά ότι οι πρώτες αξίες δεν μπορούν να αποδειχθούν λογικά ή να συναχθούν. Αυτό εξηγεί πολλές ιδιαιτερότητες στην ιστορία της επιστήμης και είναι, πράγματι, η ” λογική της επιστημονικής ανακάλυψης ” αν και άνθρωποι σαν τον Thomas Kuhn θολώνουν τα νερά με άλλα ζητήματα (μερικά από αυτά θεμιτά, άλλα όχι) – στη δομή των ”επιστημονικών επαναστάσεων”.
Σε σχέση με την αντίληψη του Popper για την λογική της επιστημονικής ανακάλυψης το ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που η Σωκρατική μέθοδος χρησιμοποιεί την διάψευση. Κατά την διαλεκτική του Σωκράτη ο συνομιλητής αναφέρει μια πεποίθηση Χ (πχ ο Ευθύφρων, ότι ευσεβής είναι αυτό που αγαπούν οι Θεοί, ή ο Μέλητος, ένας από τους κατήγορους του Σωκράτη στην Απολογία, ότι ο Σωκράτης είναι άθεος).
Ο Σωκράτης μετά ρωτά αν ο συνομιλητής συμβαίνει να πιστεύει την πρόταση Α (πχ ο Ευθύφρων ότι οι Θεοί τσακώνονται μεταξύ τους). Με την συγκατάθεσή του ο Σωκράτης οδηγεί τον συνομιλητή πρός μια συμφωνία ότι η Α συνεπάγεται όχι-Β (πχ ο ευσεβής αγαπιέται αλλά και μισείται από τους θεούς). Ο συνομιλητής τότε πρέπει να αποφασίσει αν προτιμά την Β ή την Α. Αυτό δεν επαληθεύει ούτε αποδεικνύει τίποτε πέραν του ότι το ένα ή το άλλο είναι λανθασμένο : όπως στην επιστήμη μια παρατήρηση διάψευσης ίσως απορριφθεί έναντι της θεωρίας για την οποία δυσπιστεί χωρίς αυτό να ενισχύει την θεωρία.
Παρά το γεγονός ότι η Α φέρει περισσότερη αληθοφάνεια εκ πρώτης όψεως, το επίκεντρο του επιχειρήματος είναι ικανό να οδηγήσει τον συνομιλητή να απορρίψει την Α για χάρη της διατήρησης της επιχειρηματολογίας για την Β ( καίτοι ο Σωκράτης δεν συμφωνεί σε καμία εκ των δύο προϋποθέσεων με τον Ευθύφρωνα ). Κατόπιν ο Σωκράτης , βεβαίως, βρίσκει μια πρόταση Γ ή οποία επίσης συνεπάγεται όχι-Β. Καθώς αυτό συνεχίζεται, η Β αρχίζει να φαίνεται αρκετά κακή αλλά οι παρευρισκόμενοι και οι αναγνώστες, τουλάχιστον, δεν έχουν αμφιβολία για την έκβαση της εξέτασης των στοιχείων.
Η εμφανής λογική δομή στην Σωκρατική Μέθοδο είχε χρησιμοποιηθεί με την μορφή της Έμμεσης Απόδειξης στα μαθηματικά και αλλού. Σε αυτήν, η ανακολουθία του προς απόδειξη στοιχείου, πρωτίστως εικάζεται. Ακολούθως φαίνεται να συνεπάγεται αντίφαση προς άλλες εικασίες ή ορισμούς του αντικειμένου. Λογικά, σύμφωνα με τον νόμο του Clavius [(-Ρ>Ρ)>Ρ], αυτό εγκαθιστά την αλήθεια του προς απόδειξη στοιχείου. Κλασσικά παραδείγματα Έμμεσης Απόδειξης είναι τα επιχειρήματα που παρουσίασαν οι Έλληνες, ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος πρώτος αριθμός και ότι η τετραγωνική ρίζα του αριθμού δύο είναι ένας άρρητος αριθμός.
Το γιατί ήταν πάντα δυνατόν για τον Σωκράτη να βρίσκει μια εναλλακτική πρόταση που θα συνεπαγόταν οχι-Β, είναι μια καλή ερώτηση.
Ο Πλάτων πίστευε ότι οι αληθινές πρώτες αρχές ήταν αναπόφευκτες. Τις χρησιμοποιούμε πάντα ασυνείδητα ή ασυναίσθητα. Οποτεδήποτε ο Σωκράτης απηύθυνε ερωτήσεις ήταν πάντα σε θέση να τις οδηγήσει σε αντιφάσεις. Ο Πλάτων θεώρησε ότι αυτό συνέβαινε επειδή ο Σωκράτης μπορούσε πάντα να βρεί τρόπο να φανερώσει την σύγκρουση μεταξύ των λανθασμένων πεποιθήσεων του καθενός και των αληθινών αρχών τις οποίες αναπόφευκτα εφάρμοζαν σε άλλες περιστάσεις.
Ωστόσο, σε μία αντίφαση, το ποιά πλευρά είναι σωστή, ποιά λάθος ή το αν είναι και οι δύο λανθασμένες, παραμένει ένα ανοικτό ερώτημα. Έτσι ο Πλάτων θεώρησε την Σωκρατική Μέθοδο ως τον δρόμο προς την ανακάλυψη της αλήθειας με την προϋπόθεση ότι ένα πλήρως αρμονικό σύνολο από πεποιθήσεις είναι εφικτό μόνο για τις αληθινές πρώτες αρχές.
–
Πηγή: Χείλων
.
Leave a Reply